κεδάσσαι

κεδάσσαι
κεδάσσαι
See also: s. σκεδάννυμι.
Page in Frisk: 1,807

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κεδάσσαι — κεδάννυμι break up aor inf act (epic) κεδάσσαῑ , κεδάννυμι break up aor opt act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεδάννυμι — και σκεδαννύω ΜΑ 1. σκορπίζω, διασκορπίζω, διασπείρω (α. «λαὸν μὲν σκέδασεν κατὰ νῆας», Ομ. Ιλ. β. «οἱ δὲ αὐτῶν... ἐσκεδάσθησαν ἀνὰ τὰς πόλιας», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με άψυχα ή με καταστάσεις) διαλύω (α. «τὴν ἐξ ἀπροσεξίας σκότωσίν μοι...… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”